προσκεδάννυμι

προσκεδάννυμι
Α
1. διασκορπίζω εκ τών προτέρων
2. διασκεδάζω επί πλέον
3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) Προσκεδαννύμενος
τίτλος κωμωδίας τού Αλέξιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + σκεδάννυμι «διασκορπίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”